Το σκαφοειδές ανήκει στα μικρά οστά του καρπού και είναι αυτό που υφίσταται κάταγμα συχνότερα. Συνήθως συμβαίνει στις ηλικίες 20 - 40 ετών. Οσο κεντρικότερα (προς τον αγκώνα) είναι το κάταγμα τόσο δυσμενέστερη είναι η πρόγνωση για την πώρωσή του («κόλλημα» του κατάγματος).
Τα περισσότερα κατάγματα σκαφοειδούς μπορεί να αντιμετωπιστούν επιτυχώς χωρίς χειρουργική επέμβαση. Αυτό όμως συνεπάγεται γύψινη ακινητοποίηση από 8 εβδομάδες έως και 6 μήνες. Γι’ αυτό η τρέχουσα τάση είναι να χειρουργούνται, εκτός εάν συντρέχουν λόγοι που αποτρέπουν αυτή την απόφαση. Χρησιμοποείται μία ειδικά σχεδιασμένη βίδα ή 2 βελόνες. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η χρήση γύψου, ο ασθενής επιστρέφει ταχύτερα στην εργασία του και οι επιπλοκές περιορίζονται σημαντικά.
Τα τελευταία χρόνια, από εξειδικευμένους χειρουργούς, η επέμβαση γίνεται με τεχνική ελάχιστης παρέμβασης (minimal invasive) μέσω μιας τομής 1 εκατοστού, υπό διεγχειρητικό ακτινοσκοπικό έλεγχο. Το διεγχειρητικό τραύμα είναι σαφώς μικρότερο και η μετεγχειρητική κινητοποίηση ακόμη ταχύτερη.
Το σκαφοειδές έχει ιδιάζουσα αιμάτωση και γι΄αυτό κατα την πορεία της πώρωσης του κατάγματος μπορεί να εμφανιστούν επιπλοκές, όπως καθυστερημένη πώρωση, ψευδάρθρωση (δηλαδή μή πώρωση) ή και άσηπτη νέκρωση του κεντρικού τμήματος. Αυτές αντιμετωπίζονται χειρουργικά με χρήση οστικών μοσχευμάτων σε συνδυασμό με σύνθετες τεχνικές (βλ σχετικό κεφάλαιο).